εἰκότων

εἰκότων
ἔοικα
as
perf part act masc/neut gen pl
εἰκός
like truth
perf part act masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ενθύμημα — Όρος της Λογικής που αναφέρεται στο επιχείρημα η παράθεση του οποίου γίνεται με ξεχωριστό τρόπο. Ειδικότερα, η ονομασία αυτή δίνεται σε έναν συλλογισμό στον οποίο μια πρόταση ή το συμπέρασμα εννοούνται. Ο Αριστοτέλης όριζε το ε. ως «συλλογισμό εξ …   Dictionary of Greek

  • μαντεύω — (AM μαντεύω, Α και μαντεύομαι, Μ και μαντεύγω) [μάντης] 1. προλέγω τα μέλλοντα ή αποκαλύπτω τα άγνωστα, χρησμοδοτώ, προφητεύω (α. «τί μοι θάνατον μαντεύεται», Ομ. Ιλ. β. «φήμην ἀγαθὴν μαντεύομαι», Πλάτ.) 2. εικάζω, πιθανολογώ, προμαντεύω,… …   Dictionary of Greek

  • στοχαστής — ο, ΝΜΑ [στοχάζομαι] νεοελλ. σκεπτόμενος άνθρωπος, αυτός που εξετάζει προσεκτικά τα μεγάλα θέματα τής ζωής και τής ιστορίας, διανοητής (μσν. αρχ.) 1. αυτός που εικάζει, που προβλέπει κάτι, οξυδερκής (α. «στοχαστὴς τῶν μελλόντων», Ιώσ. β. «τῶν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”